κατάπνοος
German (Pape)
[Seite 1371] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.
[Seite 1371] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
κατάπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.