κατάπνοος

Revision as of 10:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

German (Pape)

[Seite 1371] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.