ἀχαριστέω

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A show ingratitude, Antipho Soph.54, Phld.Herc.1251.17, Hom.p.59O.; πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.2.2.2; τινί Vit.Philonid. p.13 C., Plu.Phoc.36; τινί τινος D.H.7.60.    2 disoblige, τοῖς κακοῖς καὶ νοσώδεσιν ἀ. Pl.Smp.186c, cf. SIG495.159 (iii B. C.), Luc.DMar. 9.2, Nic.Dam.p.5 D.    3 Pass., to be treated ungratefully, Plb.22.11.8, Corn.ND16, J.BJ2.16.4, Plu.Cam.13, Just.Nov.98Pr.; ὑπό τινος Plu.Mar.28.

German (Pape)

[Seite 417] nicht gefällig, nicht willfährig sein, Ggstz χαρίζομαι, τινί Plat. Conv. 186 c u. sonst; vgl. Arist. rhet. 2, 7; οὐδὲν ἀχαριστεῖν τινι, Einem keine Gefälligkeit abschlagen, Plut. Phoc. 36; πρός τινα, undankbar sein gegen, Xen. Mem. 2, 2, 2; pass. ἀχαριστοῦμαι παρά τινος, Undank erfahren von Einem, Pol. 23, 11, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰριστέω: εἶμαι ἀχάριστος, δεικνύω ἀχαριστίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 2, Πλουτ. Φωκ. 36. 2) = οὐ χαρίζομαι, τινι Πλάτ. Συμπ. 186C. 3) Παθ., ὑφίσταμαι ἀχαριστίαν παρά τινος, ἐπὶ τοσοῦτον ἀχαριστεῖσθαι παρ’ αὐτῶν Πολύβ. 23. 11, 8.