κακόδερμος
English (LSJ)
ον,
A with a bad skin, Sch.Theoc.4.63.
German (Pape)
[Seite 1299] mit schlechtem Felle, Schol. Theocr. 4 extr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόδερμος: -ον, ἔχων κακὸν δέρμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4 ἐν τέλ.
ον,
A with a bad skin, Sch.Theoc.4.63.
[Seite 1299] mit schlechtem Felle, Schol. Theocr. 4 extr.
κᾰκόδερμος: -ον, ἔχων κακὸν δέρμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4 ἐν τέλ.