ἀμετάτροπος
English (LSJ)
ον,
A = ἀμετάτρεπτος, Orph.H.59.17; δόγμα Μοιρῶν IG12(7).393 (Amorgos).
German (Pape)
[Seite 123] dasselbe, Orph. H. 58, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάτροπος: -ον, = ἀμετάτρεπτος, Ὀρφ. Ὕμν. 59 (58). 17
ον,
A = ἀμετάτρεπτος, Orph.H.59.17; δόγμα Μοιρῶν IG12(7).393 (Amorgos).
[Seite 123] dasselbe, Orph. H. 58, 17.
ἀμετάτροπος: -ον, = ἀμετάτρεπτος, Ὀρφ. Ὕμν. 59 (58). 17