θαρσητέον

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must have confidence in, ἀρετῇ Iamb.Protr. 2.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἔχῃ θάρρος, πεποίθησιν, ἀρετῇ μὲν θαρσητέον ὡς σώφρονι γαμετῇ, τύχῃ δ’ ὡς ἀστάτῳ πιστευτέον ἑταίρᾳ Ἰάμβλ. Προτρεπτ. σ. 9. 3.