μετασπών,
A v. μεθέπω.
[Seite 154] partic. aor. II. med. zu μεθέπω, Il. 13, 567, wie μετασπών, act. dazu, 17, 190.
μετασπόμενος: μετασπών, ἴδε ἐν λ. μεθέπω.