λιμενήοχος
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A closing in the harbour, ἄκρη A.R.2.965.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενήοχος: -ον, (ἔχω) ὁ περικλείων τὸν λιμένα, ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 965.
ον, (ἔχω)
A closing in the harbour, ἄκρη A.R.2.965.
λῐμενήοχος: -ον, (ἔχω) ὁ περικλείων τὸν λιμένα, ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 965.