φιλομίσως
English (LSJ)
[μῑ], Adv.
A with hearty hatred, Hsch. s.v. φιλαπεχθημόνως.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομίσως: [ῑ], ἐπίρρ. μετὰ μεγάλου μίσους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φιλαπεχθημόνως.
[μῑ], Adv.
A with hearty hatred, Hsch. s.v. φιλαπεχθημόνως.
φῐλομίσως: [ῑ], ἐπίρρ. μετὰ μεγάλου μίσους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φιλαπεχθημόνως.