ἀκηδία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45. 2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3. 3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.