κριθανίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like barley: κ. πυρός a branching cereal, perh. millet, Thphr.HP8.2.3.
German (Pape)
[Seite 1508] πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθᾰνίας: -ου, ὁ, ὅμοιος κριθῇ, κρ. πυρός, εἶδος σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3.