διακοσμητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.
German (Pape)
[Seite 583] anordnend, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.
ή, όν,
A regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.
[Seite 583] anordnend, Iambl.
διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.