διακοσμητικός

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.

German (Pape)

[Seite 583] anordnend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.