ον,
A with a deep, bass voice, opp. ὀξύφωνος, Hp.Aër. 6, Arist.GA786b7, etc.
[Seite 435] von tiefer Stimme, γέρων Menand. bei Ath. II, 71 c; Arist.
βᾰρύφωνος: ον,ὁ ἔχων βαρεῖαν φωνήν,ἀντίθ. τῷ ὀξύφωνος, Ἱππ.π. Λέρ. 283, Ἀριστ.π.Ζ. Γ. 5.7,9, κτλ.