ἑλικοβόστρυχος
English (LSJ)
ον,
A with curling hair, Ar.Fr.334 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 797] mit gelockten Haaren, Ar. frg. bei Hephaest. p. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων ἑλικοειδεῖς βοστρύχους, «σγουρὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 314.