Adv. part. pf. of δείδω,
A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.
[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.
δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.