εὐξύμβλητος
English (LSJ)
εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.
German (Pape)
[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.