ἀμοιρέω
English (LSJ)
A have no lot or share in, ὑγροῦ Placit.1.3.1, cf. Phld.Rh.1. 45 S., Ph.2.9, Plu.Alex.23, etc.; get no benefit from, c. gen., Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.4.104: also in Pass., c. gen., Steph. in Hp.1.222 D.
German (Pape)
[Seite 127] untheilhaftig sein, Phil.; τινός, Plut. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιρέω: δὲν ἔχω κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, Θαλῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, ἀτύχημα, ἀκλήρημα, ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.