ἀνυποτακτέω
English (LSJ)
A to be unruly, insubordinate, Sch.Od.19.179.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποτακτέω: εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 179.
A to be unruly, insubordinate, Sch.Od.19.179.
ἀνυποτακτέω: εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 179.