δαιδαλοεργός
German (Pape)
[Seite 514] künstlich arbeitend, Paul. Sil. amb. 94.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλοεργός: -όν, ὁ τεχνηέντως ἐργαζόμενος, Παῦλ. Σιλ. Ἄμβ. 94.
[Seite 514] künstlich arbeitend, Paul. Sil. amb. 94.
δαιδαλοεργός: -όν, ὁ τεχνηέντως ἐργαζόμενος, Παῦλ. Σιλ. Ἄμβ. 94.