καρποφόρημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A fruit borne, Eust. 1572.33.
German (Pape)
[Seite 1329] τό, die Frucht, der Ertrag; Long. 2, 26; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφόρημα: τό, τὸ καρποφορηθέν, ὁ παραχθεὶς καρπός, Εὐστ. 1572. 33.
ατος, τό,
A fruit borne, Eust. 1572.33.
[Seite 1329] τό, die Frucht, der Ertrag; Long. 2, 26; Eust.
καρποφόρημα: τό, τὸ καρποφορηθέν, ὁ παραχθεὶς καρπός, Εὐστ. 1572. 33.