ητος, ἡ,
A = δειλία, cowardice, Hsch. s.v. δειλίην.
[Seite 537] ητος, ἡ, Furchtsamkeit, Hesych.
δειλότης: -ητος, ἡ, = δειλία, ἀνανδρία, Ἡσύχ. ἐν λ. δειλίην.