κλειθρία

Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

(sc. ὀπἤ, ἡ,

   A keyhole or chink in a door, Luc.Nec.22; Ion. κληϊθρίη prob.in Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122 (vulg.κλειήθρης, which Menage corrects κληΐθρης or κλειθρίης, Dind.κληϊθρίης).

German (Pape)

[Seite 1447] ἡ, Schlüsselloch, od. Ritze in der Thür, Pherecyd. bei D. L. 1, 122 ll. d., wahrscheinlich ion. κληϊθρίη); Luc. Necyom. 22; nach Anderen ein Gitterfenster.

Greek (Liddell-Scott)

κλειθρία: ἡ, ὀπὴ τοῦ κλείθρου· ἢ καθόλου, ρωγμή, σχισμή, «σχισμάδα», «χαραμάδα», Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122, κοινῶς κλειήθρης, ὅπερ ὁ Menage διορθοῖ κληΐθρης, ὁ δὲ Δινδ. κληϊθρίης), Λουκ. Νεκυομ. 22.