κοιλόπεδος
English (LSJ)
ον,
A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.
ον,
A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.
κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.