ἐναντιολογικός
English (LSJ)
ή, όν,
A given to contradicting, Gal.Anim.Pass.1.3.
German (Pape)
[Seite 827] ή, όν, widersprechend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.
ή, όν,
A given to contradicting, Gal.Anim.Pass.1.3.
[Seite 827] ή, όν, widersprechend, Galen.
ἐναντιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.