ἐγκαταστηρίζω
English (LSJ)
A fix firmly in, Corn. ND6 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 706] darin festsetzen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταστηρίζω: μέλλ. -ξω, στερεῶς, καταστηρίζω, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 6, ἐν τῷ παθ.
A fix firmly in, Corn. ND6 (Pass.).
[Seite 706] darin festsetzen, K. S.
ἐγκαταστηρίζω: μέλλ. -ξω, στερεῶς, καταστηρίζω, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 6, ἐν τῷ παθ.