βουβωνίσκος
English (LSJ)
ὁ,
A bandage for the groin, Heliod. ap. Orib.48.55 tit.
Greek (Liddell-Scott)
βουβωνίσκος: ὁ, δεσμὸς διὰ βουβωνοκήλην, Ὀρειβάσ. σ. 111. Mai, Γαλην. 12, 473.
ὁ,
A bandage for the groin, Heliod. ap. Orib.48.55 tit.
βουβωνίσκος: ὁ, δεσμὸς διὰ βουβωνοκήλην, Ὀρειβάσ. σ. 111. Mai, Γαλην. 12, 473.