ατος, τό,
A trumpet-call, Poll.4.86; σαλπισμός, ὁ, Thd.Nu.23.21.
[Seite 860] τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.
σάλπισμα: τό, ἦχος σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, αὐτόθι.