πολυσύλλαβος
English (LSJ)
ον,
A polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.
German (Pape)
[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
ον,
A polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.
[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.