σφαιρομάχος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A one who spars with the σφαῖρα 4, A.D.Adv.188.26, POxy.1050.13 (ii/iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρομάχος: ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ σφαίρας (Ι. 4), Α. Β. 602, 4.
[ᾰ], ὁ,
A one who spars with the σφαῖρα 4, A.D.Adv.188.26, POxy.1050.13 (ii/iii A.D.).
σφαιρομάχος: ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ σφαίρας (Ι. 4), Α. Β. 602, 4.