ἄγριππος

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, Lacon. name for the

   A wild olive, Suid., etc.; prov., ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60; in Hsch. ἄγριφος.

German (Pape)

[Seite 23] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγριππος: ὁ, Λακων. ὄνομα τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Σουΐδ. κτλ.: Παροιμ., ἀκαρπότερος ἀγρίππου, ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων εἴρηται· Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν, Ζηνοβ. ἐπιτ. Παροιμ. 1, 60· παρ’ Ἡσυχ. ἄγριφος, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. Schmidt ἀγρίφος.