ον,
A hard to search, χωρία J.BJ1.16.5.
[Seite 679] schwer zu durchspüren, χωρίον Ios.
δυσερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐρευνόμενος, Ἰώσηπ. Π. Ι. 1. 16, 5.