εὐστροφάλιγξ
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,
A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,
A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).
εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.