νουθετητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.
οῦ, ὁ,
A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.
νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.