διδακτυλιαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A two fingers long or broad, διάστημα S.E.M. 10.156, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr.HP9.5.3, IG22.463.78.
German (Pape)
[Seite 615] α, ον, zwei Finger lang, breit, Sext. Emp. adv. math. 10, 156.
Greek (Liddell-Scott)
διδακτυλιαῖος: -α, -ον, δύο δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5.