ὀλιγόκλαδος
English (LSJ)
ον,
A with few branches, Thphr.HP1.5.1.
German (Pape)
[Seite 320] mit wenigen Zweigen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1.
ον,
A with few branches, Thphr.HP1.5.1.
[Seite 320] mit wenigen Zweigen, Theophr.
ὀλῐγόκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1.