ές,
A equally heavy, Arist.Cael.273b23.
[Seite 334] ές, gleich schwer, Arist. de Coel. 1, 6.
ὁμοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, ἰσοβαρής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.