κερατογλύφος
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A working in horn, Sch.D Il.4.110, EM505.11.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτογλύφος: -ον, κατεργαζόμενος τὸ κέρας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.