ἑτεροσκελής

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A with uneven legs, Hippiatr.13; of a triangle, scalene, Poll.4.161.

German (Pape)

[Seite 1050] ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσκελής: -ές, ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Ἱππιατρ. 13. σ. 53· ἐπὶ τριγώνου, τρίγωνον ἰσοσκελές, ἑτεροσκελές, σκαληνόν Πολυδ. Δ΄, 161.