εως, ἡ,
A melting, thawing, Id.9.43.5.
[Seite 211] ἡ, das Schmelzen, χιόνων Pol. 9, 43, 5.
ἀνάτηξις: -εως, ἡ, τῆξις, «λυώσιμον», Πολύβ. 9. 43, 5.