ῥιπτός
English (LSJ)
ή, όν,
A thrown, cast, hurled, ῥ. μόρος death by throwing down (a precipice), S.Tr. 357.
German (Pape)
[Seite 845] adj. verb. von ῥίπ τω, geworfen, geschleudert, Soph. Tr. 356, μόρος, der Tod des Heruntergeschleuderten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥιπτέω, ὁ διὰ καταρρίψεως, οὐδ’ ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος Σοφ. Τρ. 357.