παραδοξογράφος
English (LSJ)
[γρᾰ], ὁ,
A writer on marvels, Tz.H.2.151.
German (Pape)
[Seite 477] wunderbare Dinge schreibend, Tzetz. Chil.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξογράφος: ὁ γράφων παράδοξα, θαυμαστὰ πράγματα, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 151.
[γρᾰ], ὁ,
A writer on marvels, Tz.H.2.151.
[Seite 477] wunderbare Dinge schreibend, Tzetz. Chil.
παραδοξογράφος: ὁ γράφων παράδοξα, θαυμαστὰ πράγματα, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 151.