ον,
A hurling spears, μηχάνημα J.AJ9.10.3; δορυβόλον alone, Ph.Bel.95.20.
[Seite 659] den Speer werfend, Ios.
δορῠβόλος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων δόρατα, μηχάνημα Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 9. 10, 3, Φίλων Βελ. σ. 95, 20.