αἱμάλωψ
English (LSJ)
ωπος, ὁ,
A mass of blood: bloodshot place, Hp.Coac.542, Nat.Puer.13, POxy.1088i3 (i A. D.); blood-clot, Aret.SA2.9. II as Adj., looking like clotted blood, χυμός Id.SD2.1.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάλωψ: -ωπος, ὁ, (αἱμαλέος) μᾶζα αἵματος: μέρος τοῦ σώματος ἔχον πεπηγὸς αἷμα, Ἱππ. 207C., 240. 11, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ., ὁ φαινόμενος ὡς πεπηγὸς αἷμα, χυμός, Ἀρεταῖος Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.