προικῷος
English (LSJ)
α, ον,
A = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.
German (Pape)
[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.
α, ον,
A = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.
[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.
προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.