δύσκτητος
English (LSJ)
ον,
A hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.