μέτερρος
English (LSJ)
Aeol. for μέτριος, Lyr.Adesp.66, cf. EM587.12.
Greek (Liddell-Scott)
μέτερρος: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μέτριος, Ἐτυμ. Μέγ. 587. 12.
Aeol. for μέτριος, Lyr.Adesp.66, cf. EM587.12.
μέτερρος: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μέτριος, Ἐτυμ. Μέγ. 587. 12.