καθηδύνω

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ῡ],

   A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a.    2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.

German (Pape)

[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.