A smoke out, [μῦς] Arist.HA580b23.
[Seite 303] auf-, ausdampfen, Sp.
ἀποθῡμιάω: καπνίζω, περὶ καταστροφῆς μυῶν διὰ καπνισμοῦ, ἀποθυμιῶντες καὶ ἀνορρύττοντες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 37, 3.