ον,
A smooth-stalked, Thphr.HP7.8.2.
[Seite 24] glattstengelig, Theophr.
λειόκαυλος: -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα κρόμμυον, πράσον, σκόροδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.