Φίξ
Greek (Liddell-Scott)
Φίξ: Φικός, ἡ, Βοιωτ. ἀντὶ Σφίγξ, διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 326, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414D, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.
Φίξ: Φικός, ἡ, Βοιωτ. ἀντὶ Σφίγξ, διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 326, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414D, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.