ἐκδερματίζω
English (LSJ)
A flay, skin, Hsch. s.v. ἔδειραν, Suid. s.v. ἀσκὸν δέρειν.
German (Pape)
[Seite 756] aushäuten, schinden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδερματίζω: ἀφαιρῶ τὸ δέρμα, ἐκδέρω, «γδέρνω», Σουΐδ.· ἐκδερματόω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 758.